- φθορ(ο)-
- Νβλ. φθοριο-.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek
μαγεύς — μαγεύς( έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α) 1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής 2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες τὰ ἄλφιτα μάττοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ … Dictionary of Greek
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek
φθόρος — ὁ, ΜΑ, και φθορός Α σταδιακή καταστροφή ή απώλεια, φθορά αρχ. 1. (για πρόσ.) (κυρίως στον τ. φθορός) αυτός που προκαλεί φθορά 2. φρ. α) «ἵτ ἐς φθόρον» (ως κατάρα) πηγαίνετε να χαθείτε (Αισχύλ.) β) «φθόρος ἀργυρίου» άσωτος άνθρωπος (Θεόκρ.).… … Dictionary of Greek